στελεχητόμος

στελεχητόμος
-ον, Α
αυτός που κόβει στελέχη, κορμούς δένδρων («πέλεκυς στελεχητόμος», Φίλλιπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στελέχη, πληθ. τού στέλεχος + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στελεχητόμον — στελεχητόμος cutting trunks masc/fem acc sg στελεχητόμος cutting trunks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”